Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κράντειρα
κραντήρ
κραντήριος
κράντης
κράντωρ
κράος
κραπαταλίας
κραπαταλός
κράριον
κράς
κρᾶς
κρασβόλος
κρας<ε>ίδιον
κρασέρα
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
κραστῆναι
κραστήριον
κραστίζομαι
View word page
κρᾶς
κρᾶς· κρέας, τινὲς δὲ κεφαλή (i.e. κράς), Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
κρᾶς
Headword (normalized):
κρᾶς
Headword (normalized/stripped):
κρας
IDX:
59652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59653
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρᾶς·</span> <span class="foreign greek">κρέας, τινὲς δὲ κεφαλή</span> (i.e. <span class="foreign greek">κράς</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}