Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος
κρανουργός
κράντειρα
κραντήρ
κραντήριος
κράντης
κράντωρ
κράος
κραπαταλίας
κραπαταλός
κράριον
κράς
κρᾶς
κρασβόλος
κρας<ε>ίδιον
κρασέρα
κρᾶσις
κρασπεδίτης
View word page
κράος
κράος· ἐν ᾧ τὴν γῆν σκάλλουσι, καὶ ἡ σκαλευομένη ἄμπελος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κράος
Headword (normalized):
κράος
Headword (normalized/stripped):
κραος
IDX:
59647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράος·</span> <span class="foreign greek">ἐν ᾧ τὴν γῆν σκάλλουσι, καὶ ἡ σκαλευομένη ἄμπελος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}