Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος
κρανουργός
κράντειρα
κραντήρ
κραντήριος
κράντης
κράντωρ
κράος
κραπαταλίας
κραπαταλός
κράριον
κράς
κρᾶς
κρασβόλος
κρας<ε>ίδιον
κρασέρα
View word page
κράντης
κράν-της
,
ου
,
ὁ
,
A).
=
κραντήρ, [πημάτων] κ. χρόνος
Lyc.
305
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κράντης
Headword (normalized):
κράντης
Headword (normalized/stripped):
κραντης
IDX:
59645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59646
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράν-της</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κραντήρ, [πημάτων] κ. χρόνος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 305 </span>.</div> </div><br><br>'}