Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρανέϊνος
κράνειον
κρανεών
κρανία
κρανίδιον
κράνινος
κρανίξαι
κρανιόλειος
κρανίον1
κράνιον2
κράννα
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος
κρανουργός
κράντειρα
κραντήρ
View word page
κράννα
κράννα, Aeol. for κράνα, κρήνη (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κράννα
Headword (normalized):
κράννα
Headword (normalized/stripped):
κραννα
IDX:
59633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράννα</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">κράνα, κρήνη</span> (q.v.).</div><br><br>'}