Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κράνειᾰ
κρανέϊνος
κράνειον
κρανεών
κρανία
κρανίδιον
κράνινος
κρανίξαι
κρανιόλειος
κρανίον1
κράνιον2
κράννα
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος
κρανουργός
κράντειρα
View word page
κράνιον2
κράνιον [ᾰ],
A). = κράνειον (q.v.).


ShortDef

fruit of cornelian cherry

Debugging

Headword:
κράνιον2
Headword (normalized):
κράνιον
Headword (normalized/stripped):
κρανιον2
IDX:
59632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράνιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κράνειον</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}