Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρανάϊνος
κραναοίκορον
κραναός
κράνειᾰ
κρανέϊνος
κράνειον
κρανεών
κρανία
κρανίδιον
κράνινος
κρανίξαι
κρανιόλειος
κρανίον1
κράνιον2
κράννα
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
View word page
κρανίξαι
κρανίξαι· ἐπὶ κεφαλὴν ἀπορρῖψαι, Hsch.; cf. κερανίξαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρανίξαι
Headword (normalized):
κρανίξαι
Headword (normalized/stripped):
κρανιξαι
IDX:
59629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρανίξαι·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ κεφαλὴν ἀπορρῖψαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κερανίξαι</span>.</div><br><br>'}