Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρακτικός
κράκτρια
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κράμβαλα
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κραμβατέλος
κραμβειν
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίδιον
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
κράμβωτον
View word page
κραμβειν
κραμβ-ειν,
A). v. κραμβίον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κραμβειν
Headword (normalized):
κραμβειν
Headword (normalized/stripped):
κραμβειν
IDX:
59606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κραμβ-ειν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κραμβίον</span> .</div> </div><br><br>'}