Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κράκτης
κρακτικός
κράκτρια
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κράμβαλα
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κραμβατέλος
κραμβειν
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίδιον
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
View word page
κράμβαλα
κράμβαλα· μνημεῖα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κράμβαλα
Headword (normalized):
κράμβαλα
Headword (normalized/stripped):
κραμβαλα
IDX:
59602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράμβαλα·</span> <span class="foreign greek">μνημεῖα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}