Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κράκτης
κρακτικός
κράκτρια
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κράμβαλα
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κραμβατέλος
κραμβειν
κράμβη
View word page
κράκτρια
κράκτρια, , pecul. fem. of κράκτης, Hsch.
A). s.v. λακέρυζα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κράκτρια
Headword (normalized):
κράκτρια
Headword (normalized/stripped):
κρακτρια
IDX:
59597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κράκτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, pecul. fem. of <span class="foreign greek">κράκτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">λακέρυζα</span> .</div> </div><br><br>'}