Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κραδασμός
κραδάω
κραδευταί
κραδεύω
κράδη
κραδησίτης
κραδηφορία
κραδία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδίη
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
View word page
κραδίη
κρᾰδίη
,
ἡ
, Ion. and Ep. for
καρδία
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κραδίη
Headword (normalized):
κραδίη
Headword (normalized/stripped):
κραδιη
IDX:
59580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59581
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρᾰδίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. and Ep. for <span class="foreign greek">καρδία</span>.</div><br><br>'}