Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κραγέτης
κράγιον
κραγός
κραδαίνω
κράδαλος
κραδαλός
κραδάμωμον
κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κραδευταί
κραδεύω
κράδη
κραδησίτης
κραδηφορία
κραδία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδίη
κραδοπώλης
κράδος
View word page
κραδευταί
κραδευταί,
A). v. κρατευταί .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κραδευταί
Headword (normalized):
κραδευταί
Headword (normalized/stripped):
κραδευται
IDX:
59572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59573
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κραδευταί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κρατευταί</span> .</div> </div><br><br>'}