Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλιοκογχύλιον
κοχλιός
κοχλίς
κοχλιῶρυξ
κοχλιώρυχον
κοχλοειδής
κόχλος
κόχος
κοχύ
κοχυδέω
κοχύζω
κοχώνη
κόψα
κόψιχος
Κόωνδε
κρᾶ
κρααίνω
κραἅρα
κράατος
View word page
κοχύ
κοχύ· πολύ, πλῆρες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοχύ
Headword (normalized):
κοχύ
Headword (normalized/stripped):
κοχυ
IDX:
59543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοχύ·</span> <span class="foreign greek">πολύ, πλῆρες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}