Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόχλαξ
κόχλασμα
κοχλιάζων
κοχλιάριον
κόχλιας
κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλιοκογχύλιον
κοχλιός
κοχλίς
κοχλιῶρυξ
κοχλιώρυχον
κοχλοειδής
κόχλος
κόχος
κοχύ
κοχυδέω
κοχύζω
κοχώνη
κόψα
κόψιχος
View word page
κοχλιῶρυξ
κοχλι-ῶρυξ, ῠχος, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοχλιῶρυξ
Headword (normalized):
κοχλιῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
κοχλιωρυξ
IDX:
59538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοχλι-ῶρυξ</span>, <span class="itype greek">ῠχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}