Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
κοφινώδης
κόφος
κοχλάδιον
κοχλάζω
κοχλακιστής
κοχλακώδης
κόχλαξ
κόχλασμα
κοχλιάζων
κοχλιάριον
κόχλιας
κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλιοκογχύλιον
κοχλιός
κοχλίς
κοχλιῶρυξ
κοχλιώρυχον
View word page
κόχλασμα
κόχλασμα
,
ατος
,
τό
,
A).
plashing of water
,
Hsch.
s.vv.
ἀπόβρασμα, πομφόλυξ
.
ShortDef
plashing of water
Debugging
Headword:
κόχλασμα
Headword (normalized):
κόχλασμα
Headword (normalized/stripped):
κοχλασμα
IDX:
59529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόχλασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plashing of water</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.vv. <span class="foreign greek">ἀπόβρασμα, πομφόλυξ</span>.</div> </div><br><br>'}