Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κουφοφορέομαι
κοφινηδόν
κοφίνιον
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
κοφινώδης
κόφος
κοχλάδιον
κοχλάζω
κοχλακιστής
κοχλακώδης
κόχλαξ
κόχλασμα
κοχλιάζων
κοχλιάριον
κόχλιας
κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλιοκογχύλιον
κοχλιός
View word page
κοχλακιστής
κοχλᾱκ-ιστής (ending -ής uncertain), dub. sens. in Stud.Pal. 20.211.13 (v/vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοχλακιστής
Headword (normalized):
κοχλακιστής
Headword (normalized/stripped):
κοχλακιστης
IDX:
59526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοχλᾱκ-ιστής</span> (ending <span class="foreign greek">-ής</span> uncertain), dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 20.211.13 </span> (v/vi A. D.).</div><br><br>'}