Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφοξυλαία
κουφόπους
κουφόπτερος
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
κουφότης
κουφοφορέομαι
κοφινηδόν
κοφίνιον
κοφινόομαι
κοφινοποιός
View word page
κουφόπους
κουφό-πους
,
πουν
, gen.
ποδος
,
A).
lightfooted
, Hsch. s.v.
ψαυκρόποδα
.
ShortDef
lightfooted
Debugging
Headword:
κουφόπους
Headword (normalized):
κουφόπους
Headword (normalized/stripped):
κουφοπους
IDX:
59510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59511
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κουφό-πους</span>, <span class="itype greek">πουν</span>, gen. <span class="itype greek">ποδος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lightfooted</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">ψαυκρόποδα</span> .</div> </div><br><br>'}