κουρικός
κουρ-ικός, ή, όν,(κουρά)
A). for cutting the hair, μάχαιραι Dio 9 : as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb. 4292 ; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy. 646 (ii A. D.).
II). (κοῦρος A) like a youth. Adv.- κῶς Lex. s.v. κουρίξ.