κουρητικός
κουρ-ητικός, ή, όν,
A). of or concerning the Κουρῆτες, τὰ K. treatises on the K., : hence, in Neo-Platonic theology, 10.3.7 ministrant, ὁ πρῶτος πατὴρ καὶ ὁ τρίτος οὐ παράγει κ. τάξιν Pr. 278 ; κ. θεότης in Ti. 3.310 ; κ. τάξις Theol.Plat. 5.35 ; κ. τριάς ibid. (here derived fr. Κούρη = Κόρη ).