κουρεύς
κουρ-εύς, έως, ὁ,(κείρω)
A). barber, hair-cutter, R. 373c , , 14 PMagd. 15.1 (iii B. C.), Ind. 29 ; ὁ κ. τὰς μαχαιρίδας λαβὼν ὑπὸ τῆς ὑπήνης κατακερεῖ—τὴν εἰσφοράν (παρὰ προσδοκίαν for τὸ γένειον) ; as a purveyor of gossip, 278 , 2.177a 509a .
2). shearer, κουρεῖ τῷ κείραντι τὰς αἶγας PCair.Zen. 176.54 (iii B. C.).
II). a bird, said to chirp with a sound as of clipping,