Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοτυληδονώδης
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κοτυλιαῖος
κοτυλίδιον
κοτυλίζω
κοτυλίς
κοτυλίσκος
κοτυλισμός
κοτυλιστής
κοτυλιστί
κοτυλοειδής
κότυλος
κοτυλώδης
κοτύλων
κότυμβον
κότυνα
κοῦ
κουβαρίς
κοῦκι
κούκινος
View word page
κοτυλιστί
κοτυλ-ιστί
, Adv.,
A).
=
κατὰ κοτύλην
,
UPZ
94.42
(ii B. C., spelt
κοτυλ-ειστί
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοτυλιστί
Headword (normalized):
κοτυλιστί
Headword (normalized/stripped):
κοτυλιστι
IDX:
59411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59412
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοτυλ-ιστί</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατὰ κοτύλην</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 94.42 </span> (ii B. C., spelt <span class="orth greek">κοτυλ-ειστί</span>).</div> </div><br><br>'}