κοτυλίζω
κοτυλ-ίζω,
A). sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Oec. 1347b8 , cf. PAmh. 92.6 (ii A. D.), PS p.79B. ; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ’ ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH 50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ; 168 κίρναντες .. τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Fr. 683 .