Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοττάνη
κόττανον
κοττάρια
κοττίζω
κόττικοι
κοττίς
κοττισμός
κοττιστής
κοττοβολεῖν
κόττος
κόττυφος
κοτύλεα
κοτύλη
κοτυληδονώδης
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κοτυλιαῖος
κοτυλίδιον
κοτυλίζω
κοτυλίς
κοτυλίσκος
View word page
κόττυφος
κόττῠφος, , Att. for κόσσυφος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόττυφος
Headword (normalized):
κόττυφος
Headword (normalized/stripped):
κοττυφος
IDX:
59398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόττῠφος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Att. for <span class="foreign greek">κόσσυφος</span>.</div><br><br>'}