κότος
κότος, ὁ,
A). grudge, rancour, ill-will, more inveterate than χόλος, (cf. 1.82 81 ); τοῖσιν κ. αἰνὸν ἔθεσθε 8.449 ; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449 ; κότον ἔνθετο θυμῷ ; 11.102 ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9 : freq. in , δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ., Ag. 635 , 1211 ; βαρὺς .. Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Supp. 347 ; τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον exacts vengeance for him, Fr. 266.5 ; never in , once in (?), Rh. 828 (lyr.).—Poet. and late Prose, . 9.51