Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοσσυφίζω
κόσσυφος
κοσταί
κοστάριον
κοστίας
κόστος
κοσυβάτας
κοσύμβη
κόσυμβος
κοσυμβωτός
κοσώλυφος
κοταίνω
κότε
κοτεινός
κότερον
κοτέω
κοτήεις
κοτίκας
κοτινάς
κοτινηφόρος
κότινος
View word page
κοσώλυφος
κοσώλυφος·
βόθυνος, ὄχθος, ἀνάστημα γῆς, ἢ σπέρμα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοσώλυφος
Headword (normalized):
κοσώλυφος
Headword (normalized/stripped):
κοσωλυφος
IDX:
59360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59361
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοσώλυφος·</span> <span class="foreign greek">βόθυνος, ὄχθος, ἀνάστημα γῆς, ἢ σπέρμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}