Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κοσμήτρια
κόσμητρον
κοσμήτωρ
κοσμιαῖος
κοσμίδιον
κοσμίζω
κοσμικός
κόσμιον
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμογένεια
κοσμογονία
κοσμογραφία
κοσμογράφος
κοσμοδιοικητικός
κοσμοειδής
View word page
κοσμίζω
κοσμ-ίζω,
A). clean, Hsch. s.v. σαρῶ .


ShortDef

clean

Debugging

Headword:
κοσμίζω
Headword (normalized):
κοσμίζω
Headword (normalized/stripped):
κοσμιζω
IDX:
59308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοσμ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clean</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">σαρῶ</span> .</div> </div><br><br>'}