Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κόσμησις
κοσμητεία
κοσμήτειρα
κοσμητέον
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κοσμήτρια
κόσμητρον
κοσμήτωρ
κοσμιαῖος
κοσμίδιον
κοσμίζω
κοσμικός
κόσμιον
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμογένεια
View word page
κοσμήτρια
κοσμ-ήτρια
,
ἡ
,
A).
=
κοσμήτειρα
, Hsch. s.v.
Σαραχηρώ
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοσμήτρια
Headword (normalized):
κοσμήτρια
Headword (normalized/stripped):
κοσμητρια
IDX:
59303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοσμ-ήτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κοσμήτειρα</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">Σαραχηρώ</span> .</div> </div><br><br>'}