Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνομάχος
κορυνώδης
κόρυξ
κορύπτης
κορυπτιάω
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυρ
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορύτει
View word page
κόρυξ
κόρυξ· νεανίσκος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόρυξ
Headword (normalized):
κόρυξ
Headword (normalized/stripped):
κορυξ
IDX:
59216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόρυξ·</span> <span class="foreign greek">νεανίσκος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}