Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορυμβώδης
κόρυμνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνομάχος
κορυνώδης
κόρυξ
κορύπτης
κορυπτιάω
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυρ
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
View word page
κορυνομάχος
κορυνομάχος,
A). gloss on κορυνήτης , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορυνομάχος
Headword (normalized):
κορυνομάχος
Headword (normalized/stripped):
κορυνομαχος
IDX:
59214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορυνομάχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κορυνήτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}