Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορύμβη
κορυμβήθρα
κορύμβηλος
κορυμβίας
κορύμβιον
κορυμβίτης
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κορυμβώδης
κόρυμνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνομάχος
View word page
κορυμβώδης
κορυμβώδης, ες,
A). v.l. for κορυμβοειδής , Dsc. 3.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορυμβώδης
Headword (normalized):
κορυμβώδης
Headword (normalized/stripped):
κορυμβωδης
IDX:
59204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορυμβώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">κορυμβοειδής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.24 </span>.</div> </div><br><br>'}