Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
Κορυθαλία
κόρυθος
κορυμβάς
κορύμβη
κορυμβήθρα
κορύμβηλος
κορυμβίας
κορύμβιον
κορυμβίτης
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κορυμβώδης
κόρυμνα
κορυνάω
View word page
κορύμβηλος
κορύμβ-ηλος, , = sq., Nic. Fr. 74.18 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορύμβηλος
Headword (normalized):
κορύμβηλος
Headword (normalized/stripped):
κορυμβηλος
IDX:
59196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορύμβ-ηλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 74.18 </span>.</div><br><br>'}