Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
Κορυθαλία
κόρυθος
κορυμβάς
κορύμβη
κορυμβήθρα
κορύμβηλος
κορυμβίας
κορύμβιον
κορυμβίτης
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κορυμβώδης
κόρυμνα
View word page
κορυμβήθρα
κορυμβ-ήθρα
,
ἡ
, = sq., Ps.-
Dsc.
2.179
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κορυμβήθρα
Headword (normalized):
κορυμβήθρα
Headword (normalized/stripped):
κορυμβηθρα
IDX:
59195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59196
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορυμβ-ήθρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.179 </span>.</div><br><br>'}