Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορσεύς
κόρση
κορσήεις
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδὴς
κορσός
κορσόω
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορσωτός
κορταία
κόρταλος
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντικός
Κορυβαντίς
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
View word page
κορσωτός
κορς-ωτός, , όν,
A). = κροσσωτός (which is v.l.), Lyc. 291 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορσωτός
Headword (normalized):
κορσωτός
Headword (normalized/stripped):
κορσωτος
IDX:
59167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορς-ωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κροσσωτός</span> (which is v.l.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 291 </span>.</div> </div><br><br>'}