Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοροκότας
κορόνους
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κόρος
κόρος
κόροϲ
κόροσ4
κορός
κορός
κόρρη
κόρσακις
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρσεον
κορσεύς
κόρση
κορσήεις
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδὴς
View word page
κόρρη
κόρρη, Att. for κόρση.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόρρη
Headword (normalized):
κόρρη
Headword (normalized/stripped):
κορρη
IDX:
59152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόρρη</span>, Att. for <span class="foreign greek">κόρση</span>.</div><br><br>'}