Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορμίω
κορμολογία
κορμός
κόρμος
κορνικουλάριος
κόρνος
κόρνοψ
κόροιβος
κοροῖτις
κοροκόσμιον
κοροκότας
κορόνους
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κόρος
κόρος
κόροϲ
κόροσ4
κορός
κορός
κόρρη
View word page
κοροκότας
κοροκότας or κορμ-κόττας,
A). v. κροκόττας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοροκότας
Headword (normalized):
κοροκότας
Headword (normalized/stripped):
κοροκοτας
IDX:
59142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοροκότας</span> or <span class="orth greek">κορμ-κόττας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κροκόττας</span> .</div> </div><br><br>'}