Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κορκότιλος
κόρμα
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμίω
κορμολογία
κορμός
κόρμος
κορνικουλάριος
κόρνος
κόρνοψ
κόροιβος
κοροῖτις
κοροκόσμιον
κοροκότας
κορόνους
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κόρος
κόρος
View word page
κόρνος
κόρνος·
κεντρομυρσίνη
(Sicel),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κόρνος
Headword (normalized):
κόρνος
Headword (normalized/stripped):
κορνος
IDX:
59137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59138
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόρνος·</span> <span class="foreign greek">κεντρομυρσίνη</span> (Sicel), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}