Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδίκιον
κορδίνημα
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
κόρδυς
κορεία1
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω1
View word page
κόρδυς
κόρδυς· πανοῦργος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόρδυς
Headword (normalized):
κόρδυς
Headword (normalized/stripped):
κορδυς
IDX:
59082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόρδυς·</span> <span class="foreign greek">πανοῦργος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}