Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κόραφος
κορβᾶ
κορβᾶν
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδίκιον
κορδίνημα
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
κόρδυς
κορεία1
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
View word page
κορδίνημα
κορδίνημα
,
A).
v.l. for
σκορδίνημα
(q.v.),
Erot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κορδίνημα
Headword (normalized):
κορδίνημα
Headword (normalized/stripped):
κορδινημα
IDX:
59077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59078
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορδίνημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">σκορδίνημα</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}