Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
κοράσσει
κόραυνα
κόραφος
κορβᾶ
κορβᾶν
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδίκιον
κορδίνημα
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
κόρδυς
View word page
κορδάκισμα
κορδᾱ/κ-ισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
dancing of the
κόρδαξ
, Hsch. s.v.
κολλικόνομον
.
ShortDef
dancing of the κόρδαξ
Debugging
Headword:
κορδάκισμα
Headword (normalized):
κορδάκισμα
Headword (normalized/stripped):
κορδακισμα
IDX:
59072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59073
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορδᾱ/κ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dancing of the</span> <span class="foreign greek">κόρδαξ</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">κολλικόνομον</span> .</div> </div><br><br>'}