Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόραξε
Κοραξοί
κοραξός
κορασίδιον
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
κοράσσει
κόραυνα
κόραφος
κορβᾶ
κορβᾶν
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδίκιον
κορδίνημα
κορδυβαλλῶδες
View word page
κορβᾶ
κορβᾶ· ἡ τοῦ κόρματος καὶ Κορύβαντος (-αντίας cod.) αἰτία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορβᾶ
Headword (normalized):
κορβᾶ
Headword (normalized/stripped):
κορβα
IDX:
59068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59069
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κορβᾶ·</span> <span class="foreign greek">ἡ τοῦ κόρματος καὶ Κορύβαντος </span>(<span class="foreign greek">-αντίας</span> cod.) <span class="foreign greek">αἰτία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}