Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κόραξ
κόραξε
Κοραξοί
κοραξός
κορασίδιον
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
κοράσσει
κόραυνα
κόραφος
κορβᾶ
κορβᾶν
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδίκιον
κορδίνημα
View word page
κόραφος
κόραφος
,
ὁ
, name of a bird,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κόραφος
Headword (normalized):
κόραφος
Headword (normalized/stripped):
κοραφος
IDX:
59067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόραφος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a bird, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}