Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
κόραξε
Κοραξοί
κοραξός
κορασίδιον
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
κοράσσει
κόραυνα
κόραφος
κορβᾶ
κορβᾶν
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
View word page
κοράσσει
κοράσσει· ὀρχεῖται, καὶ ἄκλητος ἐλήλυθε, Hsch.:—also κοράττειν· κορακεύεσθαι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοράσσει
Headword (normalized):
κοράσσει
Headword (normalized/stripped):
κορασσει
IDX:
59065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59066
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοράσσει·</span> <span class="foreign greek">ὀρχεῖται, καὶ ἄκλητος ἐλήλυθε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:—also <span class="orth greek">κοράττειν·</span> <span class="foreign greek">κορακεύεσθαι</span>, Id.</div><br><br>'}