Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοράκιον
κορακίσκος
κορακοειδής
κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
κόραξε
Κοραξοί
κοραξός
κορασίδιον
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
κοράσσει
κόραυνα
κόραφος
κορβᾶ
View word page
κόραξε
κόραξε· πόρθει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόραξε
Headword (normalized):
κόραξε
Headword (normalized/stripped):
κοραξε
IDX:
59058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόραξε·</span> <span class="foreign greek">πόρθει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}