Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτή
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτόν
κοπτοπλακοῦς
κοπτοραν
κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
κόπωσις
Κόρα
Κοραγεῖν
κοραῖος
View word page
κοπτοραν
κοπτοραν,
A). v. κοπτούρα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοπτοραν
Headword (normalized):
κοπτοραν
Headword (normalized/stripped):
κοπτοραν
IDX:
59025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοπτοραν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοπτούρα</span> .</div> </div><br><br>'}