Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοπροθέσιον
κοπροθήκη
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κόπρον
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροσύρα
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
View word page
κοπροσύρα
κοπροσύρα· τὰ συρόμενα κόπρια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοπροσύρα
Headword (normalized):
κοπροσύρα
Headword (normalized/stripped):
κοπροσυρα
IDX:
59008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοπροσύρα·</span> <span class="foreign greek">τὰ συρόμενα κόπρια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}