Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοπρισμός
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπροθήκη
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κόπρον
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροσύρα
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
View word page
κοπροξύστης
κοπρο-ξύστης
,
ου
,
ὁ
,
A).
one who clears out manure
,
UPZ
119.40
(ii B. C.).
ShortDef
one who clears out manure
Debugging
Headword:
κοπροξύστης
Headword (normalized):
κοπροξύστης
Headword (normalized/stripped):
κοπροξυστης
IDX:
59003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59004
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοπρο-ξύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who clears out manure</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 119.40 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}