Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόπρισις
κοπρισμός
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπροθήκη
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κόπρον
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροσύρα
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
View word page
κόπρον
κόπρον, τό, used for κόπρος,, acc. to Gal. 12.290 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόπρον
Headword (normalized):
κόπρον
Headword (normalized/stripped):
κοπρον
IDX:
59002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόπρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, used for <span class="foreign greek">κόπρος,</span>, acc. to <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.290 </span>.</div><br><br>'}