Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
κόπρισις
κοπρισμός
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπροθήκη
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κόπρον
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροσύρα
κοπροφαγέω
View word page
κοπροθήκη
κοπρο-θήκη, , = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοπροθήκη
Headword (normalized):
κοπροθήκη
Headword (normalized/stripped):
κοπροθηκη
IDX:
58999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοπρο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}