Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοπόω
κόππα
κοππατίας
κοππαφόρος
κοπραγωγέω
κοπραγωγός
κόπρανα
κοπρεαῖος
κόπρειος
κοπρεύω
κοπρέω
κοπρεών
κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
View word page
κοπρέω
κοπρ-έω,
A). v. κοπρίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοπρέω
Headword (normalized):
κοπρέω
Headword (normalized/stripped):
κοπρεω
IDX:
58979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοπρ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοπρίζω</span> .</div> </div><br><br>'}