Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κόννα
κόνναρος
Κοννᾶς
κοννέω
κοννοειδῆ
κόννος
κοννόφρων
κοντάκιον
κοντάριον1
κοντάριον2
κονταφόρος
κόντιλος
κοντοβολέω
κοντοκυνηγέσιον
κοντοπαίκτης
κοντοπλεύριον
κοντοπορεία
κοντός
κοντός
κοντοφόρος
κόντωσις
View word page
κονταφόρος
κονταφόρος
,
ὁ
,
A).
=
κοντοφόρος
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κονταφόρος
Headword (normalized):
κονταφόρος
Headword (normalized/stripped):
κονταφορος
IDX:
58919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58920
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονταφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κοντοφόρος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}