Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιάτης
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
κονιβατία
κονίζω
κονίλη
κόνιμα
κόνιον
κονιορτός
κονιορτόω
κονιορτώδης
κόνιος
κονίποδες
κόνις
κονίς
κονισαλέος
κονίσαλος
View word page
κόνιμα
κόνιμα,
A). v. κόνισμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόνιμα
Headword (normalized):
κόνιμα
Headword (normalized/stripped):
κονιμα
IDX:
58891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόνιμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κόνισμα</span> .</div> </div><br><br>'}